περιήπτοντο

περιήπτοντο
περϊήπτοντο , περιάπτω
tie
imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγηφόρος — ον, Α αυτός που φορεί τραγή, δορά τράγου («τραγηφόροι αἱ κόραι Διονύσῳ ὀργιάζουσαι τραγὴν περιήπτοντο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῆ + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”